θαλάσσωμα

θαλάσσωμα
το, -ατος
το να τα θαλασσώνει κάποιος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θαλάσσωμα — το 1. κατάδυση ή καθέλκυση στη θάλασσα 2. αναστάτωση, ακαταστασία 3. ζωολ. πολύχρωμο ψάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία από τον Δημήτρ. Γρηγ. Καμπούρογλου. Με τη σημασία 3 η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ …   Dictionary of Greek

  • αθαλάσσωτος — η, ο (Α αθαλάσσωτος, ον και ἀθαλάττωτος, ον) [θαλασσώνω] 1. ασυνήθιστος στη θάλασσα, μη θαλασσινός, στεριανός 2. αυτός που δεν περιέχει θαλασσινό νερό νεοελλ. 1. αυτός που δεν ρίχτηκε, που δεν έπεσε στη θάλασσα, δεν βράχηκε από θάλασσα 2. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • σκάτωμα — το, Ν [σκατώνω] 1. ρύπανση με περιττώματα 2. αδέξια ενέργεια που καταλήγει σε αποτυχία, αποτυχία, θαλάσσωμα …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοποίηση — η θαλάσσωμα, ανώμαλη κατάσταση, αταξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”